- κοπιάσαι
- κοπιά̱σᾱͅ , κοπιάωto be tiredpres part act fem dat sg (doric)κοπιά̱σαῑ , κοπιάωto be tiredaor opt act 3rd sg (attic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοπιᾶσαι — κοπιάω to be tired pres ind mp 2nd sg κοπιάω to be tired pres part act fem nom/voc pl (doric) κοπιάω to be tired aor inf act (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληδείν — ληδεῑν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κοπιᾱν, κεκμηκέναι». [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού τ. σε ΙΕ ρίζα *lēd «εγκαταλείπω» και η σύνδεσή του με λέξεις που έχουν τη σημ. τού «αφήνω» δεν φαίνεται πειστική. Μάλλον πρόκειται για αλλοιωμένη μορφή τών γλωσσών που… … Dictionary of Greek